- γεντέκι
- τό1) бечева, канат; 2) лошадь на уздечке; 3) судно (которое тянут бечевой с суши); 4) куб (в кофейнях)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γεντέκι — το 1. σκοινί με το οποίο ρυμουλκείται βάρκα 2. η βάρκα 3. άλογο που το οδηγεί κανείς πεζός, κρατώντας το χαλινάρι του 4. δοχείο με έτοιμο ζεστό νερό στα καφενεία* 5. τα γεντέκια επικουρικά ιππικά στρατεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yedek «σχοινί με … Dictionary of Greek
πάρολκος — ο, ΝΑ [παρέλκω] ναυτ. χοντρό σχοινί με το οποίο ρυμουλκούνται πλοία ή άλλα πλωτά μέσα από την ξηρά ή από πλοίο που βρίσκεται στην παραλία ή στην όχθη ποταμού, ή λίμνης ή διώρυγας, κν. γεντέκι νεοελλ. 1. πρόσθετος ολκός μεγάλης κεραίας που… … Dictionary of Greek
παρέλκω — ΝΑ [έλκω] 1. παρελκύω, σέρνω κάτι στην άκρη 2. (για χρόνο) α) επιμηκύνω, παρατείνω («τὰ κατὰ τὸν κίνδυνον παρέλκειν ὀλίγας ἡμέρας», Πολύβ.) β) αναβάλλω («μηδὲν παρέλκων» χωρίς αναβολή) 3. ναυτ. σέρνω, ρυμουλκώ από την ξηρά με πάρολκο και αντίθετα … Dictionary of Greek